-
1 волна
το κύμαбортовая - мор. η θάλασσα (κύμα) από την πλευράвзрывная - см. ударная -встречная - мор. αντίθετο/πρυμναίο -- ы де Бройля см. - ы материи детонационная - εκπυρσοκρότησης- ουρανούкилометровые - ы см. длинные -кормовая мор. - πρύμνης- ы материи - τα ύλης, υλικά - ταметровые - ы (диапазон весьма высоких частот 30-300 MHz) λίαν βραχέα - ταмиллиметровые - ы (диапазон чрезвычайно высоких частот 30-300 GHz) χιλιοστομετρικό - (περιοχής φάσματος μεταξύ των συχνοτήτων 30 και 300 GHz)мири-аметровые - см. сверхдлинные -носовая - мор. - πλώρης- ы Рэлея επιφανειακά - τα, μακρά - ταсантиметровые - ы (диапазон сверхвысоких частот 3-30 GHz) υπερβραχέα - τα, τα μικροκύματαсверхзвуковая - υπερακουστικό -, υπερηχητικό -световая - (ядерного взрыва) - φωτός, φωτεινό -сильная - мор. η τρικυμία, η φουρτούναсредние - ы (диапазон средних частот 300 kHz - 3 MHz) μεσαία - τα, μέσα - τα (μεσαίας/μέσης συχνότητας)- κρούσης, κρουστικό -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > волна
-
2 вода
1. (жидкость, представляющая собой соединение водорода с кислородом) το ύδωρразг. το νερόаммиачная - αμμωνιακό -, η υδαρής αμμωνίαдистиллированная - αποσταγμένο/απεσταγμένο -жёлтая - мед. το γλαύκωμαжёсткая - σκληρό -, ασβεστούχο -забортная - мор. θαλάσσιο -зельтерская - см. сельтерская -малая - мор. η ρηχία- θαλάσσηςмытьевая - πλυσίμα-τος/πλύσηςобессоленная - см. опресненная -оборотная - см. циркуляционная -отходящая - см. отработавшая -охлаждающая - ψύξης, ψυκτικό -охлаждённая - κρυο/κρυωμένο -питательная - (котла) мор. - τροφοδότησης (λέβητα), τροφοδοτικό -полная - мор. η πλήμμηполная квадратурная - η πλήμμη διχοτομικής παλίρροιας, η πλήμμη παλίρροιας τετραγωνισμούпроточная - τρεχούμενο -, ρέον -рабочая мор. - λειτουργίαςсбросная - см. отработавшая -солёная - см. морская -тяжелая - физ. βαρύ - (D20)химически связанная - χημι-κά/χημικώς ηνωμένο/ενωμένο -2. -ы мн. τα ύδατα (πλ)· грунторые - υπόγεια -сточные - ακάθαρτα -, τα βροχόνερα3. -ы мед. τα νεράРусско-греческий словарь научных и технических терминов > вода
-
3 вода
-ы, αιτ. воду, πλθ. воды, δοτ. водам, κ. водам, οργν. водами, κ. водами, προθτ. о водах κ. о водах θ.1. νερό, ύδωρ•дождевая вода βρόχινο νερό•
морская вода θαλασσινό νερό•
колодезная вода πηγαδίσιο νερό•
речная ποταμίσιο νερό•
проточная вода τρεχούμενο νερό•
стоячая вода στάσιμο νερό•
родниковая -νερό της βρύσης, πηγαίο νερό•
питьевая вода πόσιμο νερό•
минеральная вода μεταλλικό νερό•
пресная вода γλυκό νερό (λιμνών, ποταμών)•
грунтовая вода το νερό του υπεδάφους•
жесткая вода γλι-φό νερό•
мягкая вода ελαφρό νερό.
2. πλθ. -ы τα νερά, τα ύδατα•государственные -ы κρατικά ύδατα (θάλασσες, ποτάμια, λίμνες)•
территориальные -ы τα χωρικά ύδατα.
εκφρ.желтая вода – γλαύκωμα (πάθηση των ματιών)•седьмая ή десятая вода на киселе – οι πολύ μακρινοί συγγενείς•темная вода – τύφλωση (από ατροφία του οπτικού νεύρου)•холодной -ой окатить ή облить – ψυχρολούζω, κάνω ψυχρολουσία κάποιον (κατευνάζω τον ενθουσιασμό, διαψεύδω τις ελπίδες, αποθαρρύνω κ.τ.τ.)• чистой ή чистейшей -ы καθαρότερος κι απ’το νερό, λάδι, γνησιότατος, πραγματικότατος•лить -у на чью мельницу – χύνω νερό στο μύλο κάποιου (βοηθώ στο έργο κάποιου)•толочь -у (в ступе) ή носить решетом -у – κουβαλώ νερό με το καλάθι (ματαιοπονώ)•- ы не замутит – δεν πατά ούτε μυρμήγκι (άκακος, ήσυχος, πράος, ταπεινός)•тише -ы, ниже травы – πάρα πολύ ήσυχος, φρονιμότατος, αγαθότατος, ταπεινότατος•много ή немало, столько – κ.τ.τ. -ы утекло πέρασε πολύς καιρός, χρόνια και ζαμάνια•набрать -ы в рот – καταπίνω τη γλώσσα μου, σιγώ, σωπαίνω, το βουλώνω, βουβαίνομαι•выйти сухим из -ы – (αν και ένοχος) βγαίνω καθαρός (αθώος), вывести на чистую ή на свежую -у βγάζω στα φόρα, ξεσκεπάζω (σκοτεινές υποθέσεις)•как (будто, словно) в -у глядел ή смотрел – σα να το ήξερε (το διέβλεψε με ακρίβεια).